- οκτώβολος
- ὀκτώβολος, -ον (Α)1. (συν. για φόρο, εισφορά) αυτός που αποτελείται από οκτώ οβολούς2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτώβολοιοκτώ οβολοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + ὀβολός (πρβλ. τετρ-ώβολος). Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.